ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ (Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη)


.... Μια μέρα πήγε να ρίξει ένα κομμάτι ψωμί στην παράγκα αριθμός 20, εκεί που κλείνανε τους μελλοθάνατους.
Τον είδε ο φρουρός.
Τον βασάνισαν, ώσπου να μαρτυρήσει για ποιον ήταν το ψωμί.
Ύστερα τους βάλανε και τους δυο στο κρατητήριο που είχε ένα δυνατό προβολέα στην κορυφή. Τους αφήσανε μια βδομάδα χωρίς νερό και φαΐ.
Μόνο με το φως του προβολέα.
Όταν τους βγάλανε, ήταν τρελοί και μισότυφλοι.
Τους είπανε πως “στην άκρη του διαδρόμου είχε ένα ποτήρι νερό κι ένα πιάτο φαΐ.
Όποιος πάει πρώτος, θα φάει και θα πιει”.
Άρχισαν να σέρνονται προς τα ‘κει, γιατί κανείς τους δεν είχε δύναμη να σταθεί όρθιος.
Ο Βέλγος πήγαινε μπροστά κι άλλος τον τράβαγε από τα πόδια, για να τον κρατήσει πίσω.
Δεν ήταν πια άνθρωποι-πώς να ‘ναι-ήταν δυο ζώα που θέλανε να μην ψοφήσουν.
Κλοτσούσε, δάγκωνε ο ένας τον άλλον, ώσπου ο Βέλγος κατάφερε να δώσει μια πιο γερή και ν’ αφήσει αναίσθητο εκείνον που είχε βοηθήσει ρίχνοντας του ψωμί.
Οι Ες-Ες παρακολουθούσαν την κούρσα, έξαλλοι από ενθουσιασμό.
Κι όταν είδαν τον «καλό Βέλγο» να αφήνει αναίσθητο τον άλλον και να σούρνεται να πιει μόνος του το νερό και να φάει μόνος του το φαΐ, αρχίσανε να φωνάζουνε «τρέχα, βρωμόσκυλο, τρέχα, βρωμογούρουνο, τρέχα, υπάνθρωπε.
Τώρα είσαι εντάξει».
Αποκτηνώνοντας με τέτοια μέσα τον καθένα που είχε δείξει ανθρωπιά και θάρρος, εκδικούνταν το «καλό» που είχε κάμει.


Ένας άλλος κρατούμενος, Τσέχος αυτός, καταδικασμένος σε θάνατο, είχε τολμήσει να δείξει θάρρος.
Τον πήραν και τον πήγαν στο δάσος.
Πέντε στρατιώτες κι ένας υπαξιωματικός.
Οι Ες-Ες είχαν ποικιλία στον τρόπο που σκότωναν. Κι έτσι τα βράδια στις λέσχες τους, την ώρα που παίζανε μπιλιάρδο και σκάκι, είχανε κάτι να λένε και να ευχαριστιούνται.
Ο Ες-Ες υπαξιωματικός τα ‘χε κανονίσει έτσι, ώστε η εκτέλεση να γίνει το μεσημέρι.
Οι Ες-Ες στρατιώτες είχανε πάρει το συσσίτιο τους μαζί.
Είπαν στο μελλοθάνατο να περιμένει κι αυτοί καθίσανε στο χορτάρι να φάνε.
Τον ρώτησαν αν θέλει να φάει και αυτός.
Τους είπε πως το μόνο που θέλει είναι να τον σκοτώσουν αμέσως.
Ο υπαξιωματικός του απάντησε πως δεν πρέπει να βιάζεται, γιατί αυτουνού «του αρέσει όταν είναι εκδρομή να τρώει αργά.
Εκτός αν προτιμά καμιά ξώφαλτση σφαίρα για πρώτη δόση».
Ο Τσέχος δε μίλησε.
Σαν αποφάγανε και καπνίσανε, ο υπαξιωματικός διέταξε τους στρατιώτες να ετοιμαστούν. Μπήκαν στη γραμμή, σήκωσαν τα όπλα.
Ο Τσέχος κοίταζε ήρεμος τα όπλα.
Ο υπαξιωματικός δεν είπε «πυρ».
Τους έκαμε νόημα να κατεβάσουν τα όπλα.
Έβγαλε τα τσιγάρα του και πρόσφερε στο μελλοθάνατο.
Αυτός αρνήθηκε.
Ύστερα ο υπαξιωματικός του είπε:

-Φύγε, είσαι ελεύθερος. Αυτά όλα γίνανε για να καταλάβεις πως αυτό που έκανες και σε φέρανε στο Μαουτχάουζεν, δεν πρέπει να το ξανακάμεις. Φύγε…

-Ακούστε, είπε ο Τσέχος, δε φοβάμαι να βλέπω τα όπλα σας. Δε χρειάζεται να με πυροβολήσετε στην πλάτη…

-Ώστε δε φοβάσαι! Μούγκρισε ο Ες-Ες. Τότε απλώς θα σου δέσουμε τα μάτια.

-Δε θέλω τίποτα, δε φοβάμαι! Γιατί με βασανίζετε; Πυροβολήστε να τελειώνουμε…

-Ούτε τα μάτια; Ξαναμούγκρισε ο Ες-Ες. Τότε κλείσ’ τα αυτά τα γουρουνίσια μάτια, κλείσ’ τα να μην τα βλέπω…

Κι όσο τα έλεγε αυτά, χτυπούσε το μελλοθάνατο στο πρόσωπο με μια βέργα.

Ο Τσέχος δεν έκλεισε τα μάτια.
Ο υπαξιωματικός πρόσταξε να τον δέσουνε γερά σ’ ένα δέντρο.
Όταν τον δέσανε, πλησίασε, έβγαλε το σουγιά του, τον άνοιξε, τύφλωσε τον Τσέχο κι ύστερα τον ρώτησε: «Μας βλέπεις τώρα;»

-Όχι, αλλά σας θυμάμαι, απάντησε ο μελλοθάνατος.

-Ε, τότε, πριν σε σκοτώσω, θα σε κάνω να μας ξεχάσεις, συνέχισε ο Ες-Ες.

Πριν τον αποτελειώσουν, τον βασάνιζαν επί ώρες.
Άρχισε να παραληρεί και να λέει ασυναρτησίες.
Τον έλυσαν απ’ το δέντρο και διασκέδαζαν βλέποντας τον να σέρνεται, να σηκώνεται, να σκουντουφλά, να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να τρακάρει πάνω στα δέντρα.
Όταν νομίσανε πως είχε αρκετά εξευτελιστεί η αντοχή και το θάρρος του, τον αποτελειώσανε μ’ όλα τα τυπικά μιας καθωσπρέπει εκτελέσεως.




http://www.kedros.gr/product_info.php?products_id=276

κοινοποίηση